См. также в других словарях:
κέρσα — (Α) (κατά τον Ησύχ.) «Ἀσιανόν νόμισμα». [ΕΤΥΜΟΛ. Αν πρόκειται για ελλ. προελεύσεως λ., πιθ. να συνδέεται με το κείρω «κόβω» (προβλ. και κέρμα)] … Dictionary of Greek
κέρσα — (Α) (κατά τον Ησύχ.) «Ἀσιανόν νόμισμα». [ΕΤΥΜΟΛ. Αν πρόκειται για ελλ. προελεύσεως λ., πιθ. να συνδέεται με το κείρω «κόβω» (προβλ. και κέρμα)] … Dictionary of Greek